εὐκατάμικτος

εὐκατάμικτος
εὐκατά-μικτος,
A affabilis, Gloss.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ευκατάμικτος — εὐκατάμικτος, ον (Α) ευπροσήγορος, φιλόφρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα μικτος (< κατα μείγνυμι), πρβλ. α κατά μικτος, παγ κατά μικτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”